Βαμβακόπουλου
Νέα ελληνικά (el)
- ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈko.pu.lu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαμ‐βα‐κό‐που‐λου
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Βαμβακόπουλου αρσενικό
- γενική ενικού του Βαμβακόπουλος
- λόγια μορφή: Βαμβακοπούλου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.