Αρωμάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρωμάνος οι Αρωμάνοι
      γενική του Αρωμάνου των Αρωμάνων
    αιτιατική τον Αρωμάνο τους Αρωμάνους
     κλητική Αρωμάνε Αρωμάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρωμάνος < αρωμουνική Armân < λατινική a- + Romanus < Roma  δείτε  român στο αγγλικό Βικιλεξικό, rumân & aromân

Κύριο όνομα

Αρωμάνος αρσενικό (θηλυκό Αρωμάνα)

  • άλλη μορφή του Αρωμούνος
    άλλες μορφές: Αρμάνος
      οι Αρωμάνοι είναι μια επίσημη μειονότητα στην πΓΔΜ
    άρθρο: Χάρτης των μειονοτήτων στα Σκόπια@logiosermis.net πρόσβαση:2023.11.24

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.