Αργυρή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αργυρή | οι | Αργυρές |
| γενική | της | Αργυρής | των | Αργυρών |
| αιτιατική | την | Αργυρή | τις | Αργυρές |
| κλητική | Αργυρή | Αργυρές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αργυρή < μεσαιωνική ελληνική Ἀργυρή[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾ.ʝiˈɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐γυ‐ρή
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αργυρή
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.