Αραγονέζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αραγονέζος οι Αραγονέζοι
      γενική του Αραγονέζου των Αραγονέζων
    αιτιατική τον Αραγονέζο τους Αραγονέζους
     κλητική Αραγονέζε Αραγονέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αραγονέζος < ιταλική aragonese[1], Αραγον(ία) + -έζος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ɾa.ɣoˈne.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αραγονέζος

Κύριο όνομα

Αραγονέζος αρσενικό (θηλυκό Αραγονέζα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αραγονέζος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.