Αρίστη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αρίστη | οι | Αρίστες |
| γενική | της | Αρίστης | των | Αριστών |
| αιτιατική | την | Αρίστη | τις | Αρίστες |
| κλητική | Αρίστη | Αρίστες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αρίστη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈɾi.sti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρί‐στη
Μεταφράσεις
Αρίστη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.