Αλευράς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αλευράς | οι | Αλευράδες |
| γενική | του | Αλευρά | των | Αλευράδων |
| αιτιατική | τον | Αλευρά | τους | Αλευράδες |
| κλητική | Αλευρά | Αλευράδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αλευράς < επάγγελμα αλευράς
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.leˈvɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λευ‐ράς
-
Ιωάννης Αλευράς στη Βικιπαίδεια
(1912-1995), Έλληνας πολιτικός, διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας το 1985
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Алеврас
- λατινικοί χαρακτήρες: Alevras
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.