Αλευράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αλευράς οι Αλευράδες
      γενική του Αλευρά των Αλευράδων
    αιτιατική τον Αλευρά τους Αλευράδες
     κλητική Αλευρά Αλευράδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλευράς < επάγγελμα αλευράς

Προφορά

ΔΦΑ : /a.leˈvɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλευράς

Κύριο όνομα

Αλευράς αρσενικό (θηλυκό Αλευρά)

Μεταγραφές

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.