αλευράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευράς οι αλευράδες
      γενική του αλευρά των αλευράδων
    αιτιατική τον αλευρά τους αλευράδες
     κλητική αλευρά αλευράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλευράς < αλεύρ(ι) + -άς

Προφορά

ΔΦΑ : /a.leˈvɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλευράς

Ουσιαστικό

αλευράς αρσενικό, (θηλυκό αλευρού)

  1. (επάγγελμα) έμπορος αλευριού
  2. (επάγγελμα) παραγωγός αλευριού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.