Αιγάλεω

Νέα ελληνικά (el)

Το Αιγάλεω όρος όπως φαίνεται από τη Σαλαμίνα.
Η θέση του Αιγάλεω στην Αττική

Ετυμολογία

Αιγάλεω < αρχαία ελληνική Αἰγάλεως < αἴξ + λεώς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈɣa.le.o/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αιγάλεω

Κύριο όνομα

Αιγάλεω ουδέτερο άκλιτο

  1. βουνό της Αττικής
    άλλη μορφή Αιγάλεως
  2. προάστιο της Αθήνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.