Αἰγάλεως

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Αἰγάλεως
      γενική τοῦ Αἰγάλεω
      δοτική τῷ Αἰγάλε
    αιτιατική τὸν Αἰγάλεων
     κλητική ! Αἰγάλεως
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αἰγάλεως < (αἴξ) αἰγα- + λεώς

Κύριο όνομα

Αἰγάλεως αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.