Αγρίνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αγρίνιο τα Αγρίνια
      γενική του Αγρινίου
& Αγρίνιου
των Αγρινίων
    αιτιατική το Αγρίνιο τα Αγρίνια
     κλητική Αγρίνιο Αγρίνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αγρίνιο < αρχαία ελληνική Ἀγρίνιον < Ἀγραῖοι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈɣɾi.ni.o/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αγρίνιο

Κύριο όνομα

Αγρίνιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.