Αγγελίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αγγελίνα | οι | Αγγελίνες |
| γενική | της | Αγγελίνας | — | |
| αιτιατική | την | Αγγελίνα | τις | Αγγελίνες |
| κλητική | Αγγελίνα | Αγγελίνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αγγελίνα < Άγγελος
Προφορά
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟeˈli.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αγ‐γε‐λί‐να
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.