Αβδελάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αβδελάς | οι | Αβδελάδες |
| γενική | του | Αβδελά | των | Αβδελάδων |
| αιτιατική | τον | Αβδελά | τους | Αβδελάδες |
| κλητική | Αβδελά | Αβδελάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αβδελάς < από επάγγελμα αβδελλάς
Προφορά
Συγγενικά
- Αβδελιώδης (επώνυμο)
-
Απόστολος Αβδελάς στη Βικιπαίδεια
, Έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Avdelas
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.