Όθωνας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Όθωνας οι Όθωνες
      γενική του Όθωνα
    αιτιατική τον Όθωνα τους Όθωνες
     κλητική Όθωνα Όθωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Όθωνας < Όθων < γερμανική Otto < πρωτογερμανική *audaz (πλούτη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.θo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Όθωνας

Κύριο όνομα

Όθωνας αρσενικό

Συγγενικά

σχετικά με τον βασιλιά Όθωνα της Ελλάδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.