οθώνειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οθώνειος η οθώνεια το οθώνειο
      γενική του οθώνειου της οθώνειας του οθώνειου
    αιτιατική τον οθώνειο την οθώνεια το οθώνειο
     κλητική οθώνειε οθώνεια οθώνειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οθώνειοι οι οθώνειες τα οθώνεια
      γενική των οθώνειων των οθώνειων των οθώνειων
    αιτιατική τους οθώνειους τις οθώνειες τα οθώνεια
     κλητική οθώνειοι οθώνειες οθώνεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οθώνειος < Όθων(ας) + -ειος

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈθo.ni.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οθώνειος

Επίθετο

οθώνειος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.