Ίταμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ίταμος | οι | Ίταμοι |
| γενική | του | Ιτάμου | των | Ιτάμων |
| αιτιατική | τον | Ίταμο | τους | Ιτάμους |
| κλητική | Ίταμε | Ίταμοι | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ίταμος < ίταμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ta.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ί‐τα‐μος
- ομόηχο: ίταμος
- τονικό παρώνυμο: ιταμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.