Έδεσσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Έδεσσα οι Έδεσσες
      γενική της Έδεσσας
& Εδέσσης
των (Εδεσσών)
    αιτιατική την Έδεσσα τις Έδεσσες
     κλητική Έδεσσα Έδεσσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Έδεσσα < αρχαία ελληνική Ἔδεσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed- (νερό)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ðe.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Έδεσσα

Κύριο όνομα

Έδεσσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. πόλη στη Μακεδονία
     συνώνυμα: Βοδενά
  2. (ιστορία) αρχαία πόλη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.