Έδεσσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Έδεσσα | οι | Έδεσσες |
| γενική | της | Έδεσσας & Εδέσσης |
των | (Εδεσσών) |
| αιτιατική | την | Έδεσσα | τις | Έδεσσες |
| κλητική | Έδεσσα | Έδεσσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Έδεσσα < αρχαία ελληνική Ἔδεσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed- (νερό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ðe.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Έ‐δεσ‐σα
Κύριο όνομα
Έδεσσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά
-
Έδεσσα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Έδεσσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.