Οδησσός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οδησσός
      γενική της Οδησσού
    αιτιατική την Οδησσό
     κλητική Οδησσέ
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Οδησσός < αρχαία ελληνική Ὀδησσός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wed- (νερό)

Κύριο όνομα

Οδησσός θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.