Άνθιμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Άνθιμος | οι | Άνθιμοι |
| γενική | του | Ανθίμου | των | Ανθίμων |
| αιτιατική | τον | Άνθιμο | τους | Ανθίμους |
| κλητική | Άνθιμε | Άνθιμοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Άνθιμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἄνθιμος < ἄνθιμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈan.θi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Άν‐θι‐μος
-
Άνθιμος Γαζής στη Βικιπαίδεια
1764-1828, κληρικός, συγγραφέας
Μεταφράσεις
Άνθιμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.