Ἄνθιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἄνθιμος οἱ Ἄνθιμοι
      γενική τοῦ Ἀνθίμου τῶν Ἀνθίμων
      δοτική τῷ Ἀνθίμ τοῖς Ἀνθίμοις
    αιτιατική τὸν Ἄνθιμον τοὺς Ἀνθίμους
     κλητική ! Ἄνθιμε Ἄνθιμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀνθίμω
γεν-δοτ τοῖν  Ἀνθίμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἄνθιμος < ἄνθιμος

Κύριο όνομα

Ἄνθιμος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.