winny

Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

winny <

  1. wina < πρωτοσλαβική vina
  2. wino < πρωτοσλαβική vino

Προφορά

 

Επίθετο

winny (pl)

  1. ένοχος
  2. που χρωστάει (χρήματα ή υποχρέωση), υπόχρεος
  3. που αναφέρεται ή αφορά το κρασί, του κρασιού
    ocet winny - κρασόξιδο

Κλίση

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.