wight

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

wight < μέση αγγλική wight < αγγλοσαξονική wiht

Προφορά

ΔΦΑ : /wʌɪt/

Ουσιαστικό

wight (en)

  1. άνθρωπος
  2. μεταφυσική οντότητα, πνεύμα, φάντασμα, περιπλανώμενη ψυχή

Ομώνυμα / Ομόηχα



Μέση αγγλική (enm)

Ετυμολογία

wight < αγγλοσαξονική wiht

Ουσιαστικό

wight

  1. άνθρωπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.