verus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

verus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wēr-/*weh₁ro- (αλήθεια)

Επίθετο

verus (la)

  1. αληθινός
  2. πραγματικός
  3. ταιριαστός, κατάλληλος
  4. σωστός, δίκαιος

Κλίση

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική vērus vēra vērum vērī vērae vēra
γενική vērī vērae vērī vērōrum vērārum vērōrum
δοτική vērō vērae vērō vērīs vērīs vērīs
αιτιατική vērum vēram vērum vērōs vērās vēra
κλητική vēre vēra vērum vērī vērae vēra
αφαιρετική vērō vērā vērō vērīs vērīs vērīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Αντώνυμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.