intersection

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
intersection intersections

Ουσιαστικό

intersection (en)

  1. η διασταύρωση, η τομή ενός δρόμου με άλλον
    the last house before the intersection - το τελευταίο σπίτι πριν από τη διασταύρωση
    The house is located on the intersection of the streets Tsimiki and Aristotelous.
    Το σπίτι βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Τσιμισκή και Αριστοτέλους.
  2. (μη μετρήσιμο) η διχοτόμηση, η ενέργεια του να διχοτομώ
    the intersection of Cyprus - η διχοτόμηση της Κύπρου
     συνώνυμα: partition
  3. (θεωρία συνόλων) ο τελεστής (πράξη) της τομής δύο συνόλων
    σύμβολο:
     αντώνυμα: union (σύμβολο: )
    συγγενικό: difference
    δείτε επίσης: intersection (set theory) στην αγγλική Βικιπαίδεια
    intersection (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons
  4. βάσεις δεδομένων, στη σχεσιακή άλγεβρα) τομή σχέσεων
     συνώνυμα: inner join

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
intersection intersections

Ουσιαστικό

intersection (fr) θηλυκό

  1. η διατομή
  2. η διασταύρωση, το σταυροδρόμι
  3. (μαθηματικά) η τομή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.