tirette
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- tirette < tirer
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| tirette | tirettes |
tirette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) κορδόνι για το τράβηγμα
- μεταλλικό εξάρτημα ορισμένων φούρνων που χρησιμεύει για να κλείνει η καπνοδόχος
- μεταλλικό εξάρτημα που μπορεί κάποιος να τραβήξει για να θέση σε λειτουργία μια συσκευή
- (ιδιωματικό) το φερμουάρ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.