tire-fond
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| tire-fond | tire-fonds |
tire-fond (fr) αρσενικό
- σιδερένιος δακτύλιος που απολήγει σε βίδα και χρησιμεύει στο να ανεβάζει τον πάτο ενός βαρελιού και να στηρίζεται στο τοίχωμά του
- είδος ξύλινης βίδας
- χοντρή ξύλινη βίδα που συνδέει μια σιδηροτροχιά πάνω σε μια τραβέρσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
