tire-fond

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

tire-fond < tirer + fond
tire-fonds

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
tire-fond tire-fonds

tire-fond (fr) αρσενικό

  1. σιδερένιος δακτύλιος που απολήγει σε βίδα και χρησιμεύει στο να ανεβάζει τον πάτο ενός βαρελιού και να στηρίζεται στο τοίχωμά του
  2. είδος ξύλινης βίδας
  3. χοντρή ξύλινη βίδα που συνδέει μια σιδηροτροχιά πάνω σε μια τραβέρσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.