times
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /taɪmz/
- ⓘ
Πρόθεση
times (en)
- (μαθηματικά) φορές, το επί στον πολλαπλασιασμό
- ↪ Four times five is twenty.
- Τέσσερις φορές το πέντε είναι είκοσι.
- ↪ five times six - πέντε επί έξι
- ※ Resolution is often expressed as the number of pixels in a column times the number of pixels in a row (for example, 800 × 600).
- Η ανάλυση εκφράζεται συχνά ως ο αριθμός των εικονοστοιχείων σε μια στήλη επί τον αριθμό των εικονοστοιχείων στη σειρά (για παράδειγμα, 800 × 600).
- ↪ Four times five is twenty.
Ουσιαστικό
times (en)
- φορές, χρησιμοποιείται σε συγκρίσεις για να δείξει πόσο περισσότερο, καλύτερο κτλ. είναι κάτι από κάτι άλλο
- ↪ I had two times as much.
- Είχα δύο φορές τόσες.
- ↪ It costs four times as much as last year.
- Κοστίζει τετραπλάσια από πέρυσι.
- ↪ I had two times as much.
Ρήμα
| ενεστώτας | times |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | timeses |
| αόριστος | timesed |
| παθητική μετοχή | timesed |
| ενεργητική μετοχή | timesing |
times (en) (ανεπίσημο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.