multiply

Αγγλικά (en)

ενεστώτας multiply
γ΄ ενικό ενεστώτα multiplies
αόριστος multiplied
παθητική μετοχή multiplied
ενεργητική μετοχή multiplying

Ρήμα

multiply (en)

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο, μαθηματικά) πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι
    I multiply six by nine.
    Πολλαπλασιάζω το έξι με το εννιά.
     συνώνυμα: times
  2. (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) πολλαπλασιάζω, παράγει νεαρά ζώα, βακτήρια κτλ. σε μεγάλους αριθμούς
    Rabbits multiply rapidly.
    Τα κουνέλια πολλαπλασιάζονται ταχέως.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.