multiply
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | multiply |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | multiplies |
| αόριστος | multiplied |
| παθητική μετοχή | multiplied |
| ενεργητική μετοχή | multiplying |
Ρήμα
multiply (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, μαθηματικά) πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιάζομαι
- (μεταβατικό & αμετάβατο, βιολογία) πολλαπλασιάζω, παράγει νεαρά ζώα, βακτήρια κτλ. σε μεγάλους αριθμούς
- ↪ Rabbits multiply rapidly.
- Τα κουνέλια πολλαπλασιάζονται ταχέως.
- ↪ Rabbits multiply rapidly.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.