third conditional
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| third conditional | third conditionals |
Ετυμολογία
- third conditional < → δείτε τις λέξεις third και conditional
Πολυλεκτικός όρος
third conditional (en)
- (γραμματική) ένα είδος του conditional mood (υποθετικού λόγου) που χρησιμοποιείται να δηλώσει κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Αποτελείται από το conditional clause (η υπόθεση) και το main clause (η απόδοση). Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο past perfect ή past perfect continuous και το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + have + παθητική μετοχή του ρήματος (conditional perfect) ή would + have + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional perfect continuous)
- ↪ If you had been going yesterday (υπόθεση), I would have come too (απόδοση).
- Αν πήγαινες χθες, θα ερχόμουν κι εγώ.
- ↪ If you had listened to my advice, you would have achieved your goal faster.
- Αν είχες ακούσει τις συμβουλές μου, θα είχες πετύχει πιο γρήγορα το στόχο σου.
- ↪ If you had been going yesterday (υπόθεση), I would have come too (απόδοση).
Σημειώσεις
- Μερικές φορές, το ρήμα would μπορεί να αντικατασταθεί με το ρήματα (modal verbs) could, ή might. Δείτε την αγγλική wikipedia παρακάτω για μια πολύ λεπτομερή εξήγηση.
- ↪ If you had called me, I could have been helping you.
- Αν μου είχες τηλεφωνήσει, θα μπορούσα να σε βοηθήσω.
- ↪ If you had called me, I could have been helping you.
Υπερώνυμα
-
third conditional στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 41-42. ISBN 9780194325684., λήμμα: αν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.