conditional perfect
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- conditional perfect < → δείτε τις λέξεις conditional και perfect
Πολυλεκτικός όρος
conditional perfect (en) (μη μετρήσιμο)
- (γραμματική) ο χρόνος ρήματος στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να φτιάξει το conditional mood, ειδικά το third conditional ή το mixed conditional. Σχηματίζεται περιφραστικά με would + have + παθητική μετοχή του ρήματος
- ↪ If you had listened to my advice, you would have achieved your goal faster.
- Αν είχες ακούσει τις συμβουλές μου, θα είχες πετύχει πιο γρήγορα το στόχο σου.
- ↪ If you had listened to my advice, you would have achieved your goal faster.
Υπερώνυμα
-
conditional perfect στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.