second conditional

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
second conditional second conditionals

Ετυμολογία

second conditional <  δείτε τις λέξεις second και conditional

Πολυλεκτικός όρος

second conditional (en)

  • (γραμματική) ένα είδος του conditional mood (υποθετικού λόγου) που χρησιμοποιείται να δηλώσει απίθανα ή αδύνατα γεγονότα στο παρόν ή στο μέλλον. Αποτελείται από το conditional clauseυπόθεση) και το main clauseαπόδοση). Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο simple past ή past continuous και το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + απαρέμφατο του ρήματος (simple conditional) ή would + be + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional continuous)
    If you went now (υπόθεση), I would come too (απόδοση).
    Αν πήγαινες τώρα, θα ερχόμουν κι εγώ.
    If you went tomorrow, I would come too.
    Αν πήγαινες αύριο, θα ερχόμουν κι εγώ.
    If you listened to me, you would not be suffering now.
    Αν με άκουγες, τώρα δε θα υπέφερες.

Σημειώσεις

  • Μερικές φορές, το ρήμα would μπορεί να αντικατασταθεί με το ρήματα (modal verbs) should, could, ή might. Δείτε την αγγλική wikipedia παρακάτω για μια πολύ λεπτομερή εξήγηση.
    If I were rich, I could buy you an airplane.
    Αν ήμουν πλούσιος, θα μπορούσα να σου αγοράσω ένα αεροπλάνο.

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 41-42. ISBN 9780194325684., λήμμα: αν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.