mixed conditional
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| mixed conditional | mixed conditionals |
Ετυμολογία
- mixed conditional < → δείτε τις λέξεις mixed και conditional
Πολυλεκτικός όρος
mixed conditional (en)
- (γραμματική) ένα είδος του conditional mood (υποθετικού λόγου) που χρησιμοποιείται για να φανταστείτε μια αλλαγή στο παρελθόν με αποτέλεσμα στο παρόν ή μια αλλαγή στο παρόν με αποτέλεσμα στο παρελθόν. Αποτελείται από το conditional clause (η υπόθεση) και το main clause (η απόδοση).
- Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο past perfect για μια αλλαγή στο παρελθόν με αποτέλεσμα στο παρόν. Το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + απαρέμφατο του ρήματος (simple conditional) ή would + be + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional continuous)
- ↪ If you had not helped me, I would be lost in the forest.
- Αν δεν με είχες βοηθήσεις, θα χανόμουν στο δάσος.
- ↪ If I had not seen a shark, I would still be swimming.
- Αν δεν είχα δει έναν καρχαρία, θα κολυμπούσα ακόμα.
- ↪ If you had not helped me, I would be lost in the forest.
- Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο simple past για μια αλλαγή στο παρόν με αποτέλεσμα στο παρελθόν. Το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + have + παθητική μετοχή του ρήματος (conditional perfect) ή would + have + been + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional perfect continuous)
- ↪ If it was not important, I would not have been calling.
- Αν δεν ήταν σημαντικό, δεν θα σου τηλεφωνούσα.
- ↪ If it was not important, I would not have called.
- Αν δεν ήταν σημαντικό, δεν θα σου είχα τηλεφωνήσει.
- ↪ If it was not important, I would not have been calling.
- Το ρήμα του conditional clause κλίνεται στο past perfect για μια αλλαγή στο παρελθόν με αποτέλεσμα στο παρόν. Το main clause είναι φτιαγμένο περιφραστικά με would + απαρέμφατο του ρήματος (simple conditional) ή would + be + ενεργητική μετοχή του ρήματος (conditional continuous)
Υπερώνυμα
- British Council: Conditionals: third and mixed
-
mixed conditional στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.