συζητώντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
συζητώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος συζητάω / συζητώ
- ↪ Περάσαμε τη βραδιά συζητώντας για τις εκλογές.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.