suspend
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | suspend |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | suspends |
| αόριστος | suspended |
| παθητική μετοχή | suspended |
| ενεργητική μετοχή | suspending |
Προφορά
- ΔΦΑ : /səsˈpɛnd/
- ⓘ
Ρήμα
suspend (en)
- (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) κρέμομαι
- αναβάλλω, καθυστερώ κάτι επίσημα, κανονίζω να γίνει κάτι αργότερα από ό,τι είχα προγραμματίσει
- επιβάλλω αργία σε κάποιον, αποτρέπω επίσημα κάποιον από το να κάνει τη δουλειά του, να πάει σχολείο κτλ. για κάποιο χρονικό διάστημα, ως τιμωρία ή κατά τη διάρκεια μιας έρευνας
- ↪ They suspended a football/soccer player.
- Επέβαλλαν αργία σε έναν ποδοσφαιριστή.
- ↪ They suspended a football/soccer player.
- αναστέλλω
- διακόπτω
Αντώνυμα
Συγγενικά
Πηγές
- suspend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42, 120, 479. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω, αργία, κρέμομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.