stroppus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

stroppus < αρχαία ελληνική στρόφος < στρέφω

Ουσιαστικό

stroppus (la) αρσενικό

  1. είδος σχοινιού
  2. κορδέλα, λουράκι

Πηγές

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική stroppus stroppī
γενική stroppī stroppōrum
δοτική stroppō stroppīs
αιτιατική stroppum stroppōs
κλητική stroppe stroppī
αφαιρετική stroppō stroppīs
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.