stroke
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
stroke (en)
- χάδι
- (ιατρική) εγκεφαλικό
- χτύπημα, π.χ. με όπλο ή το χτύπημα της μπάλας σε αθλήματα όπως το γκολφ, το τένις, το κρίκετ
- γραμμή που σύρεται με στυλό ή μολύβι
- πινελιά
- ≈ συνώνυμα: brushstroke
- το χτύπημα του ρολογιού που δείχνει την ώρα
- ↪ on the stroke of midnight - όταν σημάνει μεσάνυχτα
- η ώθηση του πιστονιού
- στιλ κολύμβησης
- ↪ he is good not only in butterfly but in other strokes as well
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ he is good not only in butterfly but in other strokes as well
- (στην κωπηλασία) η κίνηση του κουπιού μέσα στο νερό
- (στην κωπηλασία) ο κωπηλάτης που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη της λέμβου
- (στην επαγγελματική πάλη), backstage influence.
- (ΗΒ) το σύμβολο "/"
- ≈ συνώνυμα: forward slash, shilling sign, slant, slash, solidus, virgule
- (στο σκουός) πόντος που δίνεται σε παίκτη αν ο αντίπαλος τον παρεμποδίσει στην προσπάθειά του
- → δείτε
squash στην αγγλική Βικιπαίδεια

- → δείτε
squash στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
- at a stroke
- at one stroke
- backstroke
- breaststroke
- brushstroke
- butterfly stroke
- different strokes for different folks
- four-stroke engine
- government stroke
- keystroke
- masterstroke
- stroke of genius
- stroke of luck
- stroke of work
- two-stroke engine
Ρήμα
stroke (en)
- (μεταβατικό) χαϊδεύω (κινώντας το χέρι προς μία κατεύθυνση)
- (μεταβατικό) (στο κρίκετ) χτυπάω τη μπάλα με το μπαστούνι με μια απαλή κίνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.