caress

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
caress caresses

caress (en)

  • το χάδι, ένα μαλακό άγγιγμα ή ένα φιλί για να δείξω ότι αγαπώ κάποιον
    a motherly/tender caress - μητρικό/τρυφερό χάδι
    erotic caresses - ερωτικά χάδια

Ρήμα

ενεστώτας caress
γ΄ ενικό ενεστώτα caresses
αόριστος caressed
παθητική μετοχή caressed
ενεργητική μετοχή caressing

caress (en)

  • (μεταβατικό) χαϊδεύω, αγγίζω κάποιον ή κάτι μαλακά, ειδικά με σεξουαλικό τρόπο ή με τρόπο που δείχνει αγάπη
    He caressed his wife lovingly.
    Χάιδεψε μ' αγάπη τη γυναίκα του.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.