sprint

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sprint sprints

sprint (en)

  1. (αθλητισμός) το σπριντ, ονομασία αγωνισμάτων δρόμου μικρών σχετικά αποστάσεων στα οποία ο αθλητής τρέχει με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα
  2. (γενικότερα) πολύ γρήγορο τρέξιμο

Ρήμα

ενεστώτας sprint
γ΄ ενικό ενεστώτα sprints
αόριστος sprinted
παθητική μετοχή sprinted
ενεργητική μετοχή sprinting

sprint (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.