σπριντ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σπριντ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική sprint
Ουσιαστικό
σπριντ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά
- σπριντάρω
- σπρίντερ
Πηγές
- σπριντ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπριντ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.