athletics

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

athletics < athlete + -ics

Ουσιαστικό

athletics (en) (μη μετρήσιμο, αθλητισμός)

  1. (βρετανικά αγγλικά) ο στίβος
     συνώνυμα: track and field (αμερικανικά αγγλικά)
  2. (αμερικανικά αγγλικά) ο αθλητισμός
    men’s/women’s athletics - ανδρικός/γυναικείος αθλητισμός
    amateur/professional athletics - ερασιτεχνικός/επαγγελματικός αθλητισμός
    Athletics is a part of my life.
    Ο αθλητισμός είναι μέρος της ζωής μου.
     συνώνυμα: sport

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.