άθληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | άθληση | οι | αθλήσεις |
| γενική | της | άθλησης* | των | αθλήσεων |
| αιτιατική | την | άθληση | τις | αθλήσεις |
| κλητική | άθληση | αθλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αθλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- άθληση < (ελληνιστική κοινή) ἄθλησις < αρχαία ελληνική ἀθλέω / ἀθλῶ < ἆθλον
Ουσιαστικό
άθληση θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αθλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.