spell
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | spell |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | spells |
| αόριστος | spelled, spelt (ΗΒ) |
| παθητική μετοχή | spelled, spelt (ΗΒ) |
| ενεργητική μετοχή | spelling |
spell (en)
- γράφω ή λέω τα γράμματα που αποτελούν μια λέξη
- (για γράμματα) αποτελώ μια λέξη
- προμηνύω
- spell out: εξηγώ λεπτομερώς
- δουλεύω αντικαθιστώντας κάποιον
- βάζω κάποιον να ξεκουραστεί
- they spelled the horses
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.