sou

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sou < solt, sol < δημώδης λατινική soldus, χρυσό νόμισμα < κλασσική λατινική solidus ατόφιος/βαρύς

Προφορά

ΔΦΑ : /su/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sou sous

sou (fr) αρσενικό

  1. παλαιότερο νόμισμα που ισοδυναμούσε με το ένα εικοστό της λίβρας
  2. (παρωχημένο) το ένα εικοστό του φράγκου, πέντε λεπτά (:  δείτε τη λέξη  centime)
  3. πληθυντικός (οικείο) τα λεφτά

Εκφράσεις

Ομώνυμα / Ομόηχα



Πορτογαλικά (pt)

Ρηματικός τύπος

sou (pt)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.