soccus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- soccus < αρχαία ελληνική σύκχος ή ίσως από γαλατική λέξη που σημαίνει δέρμα ζώου· πβ. λατινικά sucula=γουρούνα.
Ουσιαστικό
soccus αρσενικό
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | soccus | soccī |
| γενική | soccī | soccōrum |
| δοτική | soccō | soccīs |
| αιτιατική | soccum | soccōs |
| κλητική | socce | soccī |
| αφαιρετική | soccō | soccīs |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.