signer
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- signer < seignier < λατινική signare
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.ɲe/
- ⓘ
Ρήμα
signer (fr)
- (παλιό) ευλογώ με το σημείο του σταυρού
- (τεχνική) μαρκάρω, σημαδεύω
- υπογράφω
- αφιερώνω (ένα βιβλίο) με την υπογραφή μου
- εκφράζομαι με τη γλώσσα των κωφάλαλων
- κάνω το σταυρό μου, σταυροκοπιέμαι
Συγγενικά
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.