signature

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
signature signatures

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsɪɡnətʃə/ & /ˈsɪɡnɪtʃə/

Ουσιαστικό

signature (en)

  1. η υπογραφή
    His signature is in the book.
    Η υπογραφή του είναι στο βιβλίο.
  2. χαρακτηριστικό γνώρισμα
  3. (μουσική σημειογραφία) μουσικό σημείο αλλοίωσης
    key signature (οπλισμός)
  4. (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η υπογραφή συνάρτησης ή μεθόδου
    δείτε επίσης: Type signature στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
signature signatures

signature (fr) θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.