signature
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| signature | signatures |
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsɪɡnətʃə/ & /ˈsɪɡnɪtʃə/
Ουσιαστικό
signature (en)
- η υπογραφή
- ↪ His signature is in the book.
- Η υπογραφή του είναι στο βιβλίο.
- ↪ His signature is in the book.
- χαρακτηριστικό γνώρισμα
- (μουσική σημειογραφία) μουσικό σημείο αλλοίωσης
- key signature (οπλισμός)
- (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η υπογραφή συνάρτησης ή μεθόδου
- δείτε επίσης: Type signature στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.