rat
Αγγλικά
(en)
Ουσιαστικό
rat
(en)
(
θηλαστικό ζώο
)
ο
αρουραίος
(
αργκό
)
ο
χαφιές
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
rat
rats
rat
(fr)
αρσενικό
(
θηλαστικό ζώο
)
ο
αρουραίος
Σερβικά
(sr)
Ουσιαστικό
rat
(sr)
λατινική γραφή του
рат
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.