bugger

Αγγλικά (en)

Ρήμα
bugger (en)
- (χυδαίο) σοδομίζω, γαμώ τον κώλο κάποιου, -ας, πρωκτογαμώ, κωλογαμάω, κωλοψωλιάζω, πρωκτοψωλιάζω, επιδίδομαι σε πρωκτικό σεξ

Ουσιαστικό
bugger (en)
- (χυδαίο) κωλόπουστας, παλιοπούστης, καριόλης, ψωλάντερο, γαμημένος, παλιομαλάκας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.