cad
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
cad (en)
- αυτός που φέρεται άσχημα σε κάποια ή όλες τις γυναίκες
- γυναικάς, άπιστος σε γυναίκα (ή γυναίκες αν έχει παράλληλους δεσμούς ή δεσμό)
- παλιοτόμαρο, παλιάνθρωπος, άξεστος, χυδαίος, βίαιος, ανήθικος, επιθετικός προς τους άλλους
- ελεγκτής σε λεωφορείο (παλιότερα και πορτιέρης λεωφορείου)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.