salebra

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

salebra < salio + -bra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sel- + *-dʰrom

Ουσιαστικό

salebra θηλυκό

  1. εδαφική ανωμαλία, προεξοχή ή τραχύτητα
  2. (μεταφορικά) τραχύτητα, αγριάδα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική salebra salebrae
γενική salebrae salebrārum
δοτική salebrae salebrīs
αιτιατική salebram salebrās
κλητική salebra salebrae
αφαιρετική salebrā salebrīs
(α' κλίση)

Απόγονοι

salebra (λατινικά)

μεσαιωνικά ελληνικά: Σαλαβρία
νέα ελληνικά: Σαλαβριάς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.