s'affiner
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /s‿a.fi.ne/
Ρήμα
- (pronominal: αντωνυμικό) (παρωχημένο) μιλώντας για κάποιον άνθρωπο: παίρνω λεπτές συνήθειες, φέρσιμο, λεξιλόγιο
- Cet homme s’est affiné.
- (μεταφορικά) χάνω βάρος σε σημείο που να αλλάζω σιλουέτα
- Elle s’est affinée.
- (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) μιλώντας για τον καιρό: ξανοίγομαι, ηρεμώ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.